-
1 ομορφιά
η красота; прелесть;σπάνια ομορφιά — необыкновенная, редкая красота
-
2 ομορφιά
[оморфьа] ουσ. Θ. красота, изящество,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομορφιά
-
3 ομορφιά
[оморфьа] ουσ θ красота, изящество. -
4 ομορφιά
la bellesa -
5 ομορφιά
beauté -
6 ομορφιά
1) piękno (n) rzecz.2) piękność (f) rzecz.3) uroda (f) rzecz. -
7 ομορφιά
1) krása2) krasavice3) kráska -
8 ομορφιά
beautyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ομορφιά
-
9 güzellik
ομορφιά, ωραιότητα -
10 краса
-ы θ.1. παλ. ωραιότητα, ομορφιά, κάλλος.2. καλλονή, πεντάμορφη γυναίκα.3. στολίδι, στόλισμα.εκφρ.по всей (своей)1 - – α) σ όλη της την ομορφιά ή φαντασμαγο-ρικότητα. β) ειρν. άσχημα•для -ы – για ομορφιά. -
11 поэзия
-и θ.η ποίηση (λογοτεχνική και κυρίως σε στίχους) δημιουργικό έργο, δημιουργία. || μτφ. ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος•поэзия природы η ομορφιά της φύσης•
поэзия жизни η ομορφιά της ζωής.
|| λυρισμός, εγκαρδιότητα. -
12 красота
-
13 краса
крас||аж1. поэт. уст. ἡ ὁμορφιά, ἡ ὠραιότητα [-ης], τό κάλλος, τό καμάρι:во всей \красае σ' ὅλη της τήν ὁμορφιά·2. (украшение, слава) τό κόσμημα, τό στολίδι. -
14 блистать
блистатьнесов см. блестеть; \блистать красотой λάμπω μέ τήν ὁμορφιά (μου); \блистать умом διακρίνομαι γιά τό πνεύμα (μου); \блистать нарядами ἀστράφτω μέ τίς τουαλέτες μου. -
15 затмевать
затмеватьнесов1. (закрывать) σκεπάζω, ἐπισκιάζω, ἐπισκοτίζω·2. (превосходить кого-л., что-л.) ἐπισκιάζω:\затмевать чью-л. славу ἐπισκιάζω τή δόξα κάποιου· \затмевать кого́-л. своей красотой ἐπισκιάζω μέ τήν ὁμορφιά μου. -
16 идеальный
идеа́льн||ыйприл в разн. знач. Ιδανικός, Ιδεώδης:\идеальныйый работник ὁ Ιδανικός ἐργάτης· \идеальныйая красота ἡ ίδεώδης ὁμορφιά. -
17 мишура
мишураж1. ἡ τρέμουσα, τά πετάλια, τά πούλια·2. перен ἡ ἐπίπλαστη ὁμορφιά. -
18 неземной
неземн||ойприл αἰθέριος, ὁ μή γήινος / οὐράνιος (небесный)/ θείος (божественный):\неземнойа́я красота αἰθέρια ὁμορφιά. -
19 неописуемей
неописуемейприл ἀπερίγραπτος / ἀνείπωτος, ἀνέκφραστος (невыразимый):\неописуемейая красота ἡ ἀνέκφραστη ὁμορφιά· \неописуемей восторг ὁ ἀπερίγραπτος ἐνθουσιασμός. -
20 ослеплять
ослеп||лятьнесов1. (лишать зрения) τυφλώνω, (ἀπο)τυφλώ, στραβώνω·2. (ярким светом и т. п.) θαμπώνω, θαμβώνω:\ослеплятьлять прожектором θαμπώνω μέ τόν προβολέα·3. перен θαμπώνω, (έκ)θαμβώνω, ἐκθαμβώ:\ослеплятьлять красотой θαμπώνω μέ τήν ὁμορφιά μου.
См. также в других словарях:
ομορφιά — η ωραιότητα, ομορφάδα: Έλαμπε η ομορφιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομορφιά — η [όμορφος] η ιδιότητα τού ωραίου ανθρώπου ή αντικειμένου, ωραιότητα, ευμορφία … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek